- ευναίος
- εὐναῑος, -ία, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» — λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν.β. «εὐναῑα [ἴχνη]» — τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.)2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με τα ουσ. δάμαρ, γαμέτης, πόσις κ.ά.) σύζυγος, ομόκοιτος, σύνευνος («εὐναία δάμαρ Ζηνός», Πίνδ.)3. αυτός που ανήκει ή που γίνεται στο κρεβάτι («εὐναίους ὀαρισμούς» — ερωτικές συνομιλίες, θωπείες, Καλλίμ.)4. (με τα ουσ. γάμοι, λέχος, θάλαμοι) συζυγικός, συνουσιαστικός («ἔχθει μεταποιοῡσαν εὐναίων γάμων», Αισχύλ.)5. αυτός που αναγκάζει κάποιον να μείνει στο κρεβάτι («λύπᾳ εὐναία δέδεται ψυχά», Ευρ.)6. (για πτηνά ως επίθ. τών φτερών που σκεπάζουν τα αβγά) αυτός που επωάζει, ο επωαστικός7. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐναίαα) η φωλιάβ) οι πέτρες που χρησιμεύουν για αγκυροβολίαγ) η άγκυρα8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐναῑατα στρώματα9. (το θηλ. προσωποποιημένο) ἡ Εὐναίητο πνεύμα τού Ύπνου10. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγκυροβολία11. αυτός που οδηγεί ή συγκρατεί ένα πλοίο («πηδάλια εὐναῑα» — πηδάλια που οδηγούν, που συγκρατούν σε ευστάθεια το πλοίο, Ευρ.)12. φρ. α) «Κύπρις εὐναία» — η Αφροδίτη ως θεά τής συζυγικής απολαύσεωςβ) «ἄτα εὐναία» — για την Ελένηγ) (για ίχνη ή για οσμή ζώων, ιδίως λαγού) «εὐναῑα ἴχνη» — ίχνη από τη φωλιά τού λαγού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνή (ευναίος < *ευνᾱ-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.